ἀνταλλάξει

ἀνταλλάξει
ἀνταλλάσσω
exchange
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνταλλάσσω
exchange
fut ind mid 2nd sg
ἀνταλλάσσω
exchange
fut ind act 3rd sg
ἀ̱νταλλάξει , ἀνταλλάσσω
exchange
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱νταλλάξει , ἀνταλλάσσω
exchange
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνταλλάσσω
exchange
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνταλλάσσω
exchange
fut ind mid 2nd sg
ἀνταλλάσσω
exchange
fut ind act 3rd sg
ἀντᾱλλάξει , ἀνταλλάσσω
exchange
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀντᾱλλάξει , ἀνταλλάσσω
exchange
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • αντίδοσις — ἀντίδοσις, ἡ (AM) ανταπόδοση μσν. τιμωρία αρχ. ένσταση Αθηναίου πολίτη, στον οποίο είχε επιβληθεί πολυδάπανη λειτουργία, με την οποία ζητούσε να ανταλλάξει την περιουσία του με άλλον, πλουσιότερο …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… …   Dictionary of Greek

  • υπαλλακτικός — ή, όν, Α [ὑπαλλάσσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ανταλλάξει. επίρρ... ὑπαλλακτικῶς Α με ανταλλαγή …   Dictionary of Greek

  • Αιχμάλωτοι — Αρχαία ελληνική κωμωδία που σώζεται μόνο στη διασκευή της από τον Πλαύτο. Ανήκει στην περίοδο της νέας αττικής κωμωδίας. Η υπόθεσή της έχει ως εξής: σε έναν πόλεμο ανάμεσα στους Αιτωλούς και τους Ηλιείς συλλαμβάνεται αιχμάλωτος ο Φιλοπόλεμος,… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Αμεδαίος — (Victor Amadeus). Όνομα ηγεμόνων της Σαβοΐας, της Σικελίας και της Σαρδηνίας. 1. Β.Α. Α’ (1587 – 1637). Γιος του δούκα της Σαβοΐας Καρόλου Εμμανουήλ Α’. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του, συμμετείχε στον πόλεμο της διαδοχής της Μάντοβα και με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”